- λεοντοβάμων
- λεοντο-βάμων [ᾱ], ον, gen. ονος, ([etym.] βῆμα)A resting on a lion or lion's feet,
σκάφη A.Fr.225
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκάφη A.Fr.225
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεοντοβάμων — λεοντοβάμων, ον (Α) αυτός που στηρίζεται σε βάση η οποία έχει σχήμα λιονταριού ή ποδιών λιονταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων, ιππο βάμων] … Dictionary of Greek
λεοντοβάμων — resting on a lion masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεοντ(ο)- — (AM λεοντ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής, που ανάγεται στη λ. λέων (θ. λεοντ ) και έχει τη σημ. ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στο λιοντάρι (πρβλ. λεοντάγχης, λεοντοβότος, λεοντομάχος) ή έχει χαρακτηριστικά… … Dictionary of Greek